Σάββατο 3 Μαρτίου 2018

Όνειρο:
Υποτίθεται πως έχω εγκαταλείψει την τωρινή μου δουλειά εδώ κι ένα χρόνο. Εργάζομαι πλέον σε άλλη εταιρία. Το προσωπικό είναι συγκεντρωμένο για μια εορταστική εκδήλωση. Εκφωνούνται λόγοι, απονέμονται τιμητικά μετάλλια. Δίνουν και σε μένα μια πλακέτα. Ο πρόεδρος της εταιρίας με φωνάζει κοντά του και με επαινεί για τις επιδόσεις μου. "Έχετε κάνει τόσα πολλά μέσα σε μόλις ένα χρόνο! Σας αξίζουν συγχαρητήρια", μου λέει. Κολακεύομαι. Ακολουθεί δεξίωση. Βρισκόμαστε σ' έναν υπόγειο χώρο με φαγητά σε μπουφέδες. Πρέπει να πάρουμε τα πιάτα μας και να πάμε να φάμε όλοι μαζί, πιο επίσημα, σ' ένα υπερσύγχρονο κέντρο διασκέδασης ιδιοκτησίας του προέδρου. (Τότε, γιατί να μην πάμε κατευθείαν εκεί, να μας σερβίρουν κιόλας; Όμως τέτοια παράδοξα συμβαίνουν συχνά στα όνειρα). Συνωστιζόμαστε στο ασανσέρ. Κάποιοι θέλουν να πατήσουν κουμπιά που θα μας οδηγήσουν ακόμα πιο κάτω, σε άλλα υπόγεια. Αντιτίθεμαι σθεναρά: "Είστε ανόητοι", λέω, "τι γυρεύετε στα έγκατα, ο πρόεδρος έχει εστιατόριο στην πόλη". Πατάω το κουμπί που έχει τον αριθμό δύο, "ξέρω" πως εκεί είναι η έξοδος, και, πράγματι, βγαίνουμε στην επιφάνεια. Μπροστά μας απλώνεται μια όμορφη, άγνωστη πόλη, καλά ρυμοτομημένη, με λιθόστρωτες λεωφόρους και φαρδιά πεζοδρόμια. Έχει ωραίο καιρό. Η ατμόσφαιρα καθαρή, διαυγής. Ένα υπέροχο φως. Ψάχνουμε να βρούμε το κέντρο διασκέδασης. Δεν μας έχουν δώσει οδηγίες. Ρωτάω έναν περαστικό: "Πού είναι το ρεστωράν του κ. ...;" (λέω το όνομα του προέδρου). Αυτός εκπλήσσεται που δεν το ξέρω. Μου το δείχνει. Ένα επιβλητικό μέγαρο προβάλλει στο τέρμα μιας απαλής ανηφοριάς, δεσπόζοντας στον γύρω χώρο. Ξαφνικά, εμφανίζεται δίπλα μου ο Σεραφείμ Α. Είναι κι αυτός στέλεχος της ίδιας εταιρίας και κατευθυνόμαστε μαζί στο κτήριο...
Κατόπιν, ολοσχερής αλλαγή σκηνικού. Βρίσκομαι σε άγνωστη πόλη μαζί με τον Ο. 'Άγνωστη", αλλά που έχω επισκεφτεί ξανά στα όνειρά μου. Η πόλη σαν βομβαρδισμένη, τα κτήρια ερειπωμένα, όμως δείχνει να ήταν σπουδαία πριν καταστραφεί, η παλιά της αίγλη είναι ακόμα εμφανής. "Εδώ είναι η συνοικία της Κριμαίας", μου λέει ο Ο. Δεν εκπλήσσομαι, είναι σαν ξέρω κι εγώ αυτή τη συνοικία. "Οδός Κιέβου", βλέπω σε μια πινακίδα. Αιφνιδιάζομαι. Περίμενα ν' αντικρίσω ονόματα άλλων πόλεων: Σεβαστούπολη, Συμφερόπολη, Γιάλτα, Κερτς...  Ωστόσο, το "αποδέχομαι", παρόλο που το Κίεβο δεν είναι στην Κριμαία. Από τα χαλάσματα ενός παλιού αρχοντικού προβάλλει μια μεσήλικη γυναίκα, ρακένδυτη. Σκέφτομαι πως είναι ιερόδουλη, δεν υπάρχει αμφιβολία, εκπορνεύεται από ανάγκη. Πλησιάζει και αυτοσυστήνεται: "Είμαι η Ντόρα Μ.", λέει, και ρωτάει πού πάμε. "Στο Ιατρικό Κέντρο", απαντώ, δείχνοντας ένα ετοιμόρροπο κτήριο λίγο πιο πέρα. Η γυναίκα γελάει. "Πάει αυτό, έχει πάψει να λειτουργεί από καιρό, δεν το 'χετε πάρει χαμπάρι;", ειρωνεύεται, και ταυτόχρονα ακουμπάει το χέρι της στα γεννητικά μου όργανα, πάνω απ' το παντελόνι, και με χαϊδεύει. Την απομακρύνω βίαια σπρώχνοντάς την, παρόλο που η παλάμη της είχε μια γλυκιά θέρμη που, προσώρας, με ερέθισε αφάνταστα...